αθηνοδίφης

αθηνοδίφης
ο
αυτός που ερευνά την Αθήνα ή τα σχετικά με την ιστορία τής Αθήνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αθήνα + -δίφης < διφῶ (= ερευνώ, ζητώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”